- πίδακας
- ο / πῑδαξ, ΝΑνεοελλ.1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο κν. σιντριβάνιαρχ.πηγή που αναβρύζει νερό («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη λιβάς», Καλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. όμφ-αξ). Οι τ. πιδῶ, πιδήεις μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα *πίδη ή *πῖδος, ενώ το ρ. πιδ-ύω σε ένα όνομα *πῖδυς. Η λ. πῖδαξ συνδέεται πιθ. με τον τ. πῖσος*, ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. πῖαρ* ή πίτυς*. Επίσης, η σύνδεση τού πῖδαξ με αρχ. νορβ. feitr «παχύς», fita «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].
Dictionary of Greek. 2013.